- πεταλουδίζω
- πεταλουδίζω βλ. πίν. 33
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πεταλουδίζω — Ν [πεταλούδα] 1. πετώ γρήγορα και χαριτωμένα σαν πεταλούδα 2. κάνω χαριτωμένες κινήσεις … Dictionary of Greek
πεταλουδίζω — πεταλούδισα, πετώ ή μοιάζω σαν πεταλούδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεταλούδισμα — το, Ν [πεταλουδίζω] 1. ελαφρό και χαριτωμένο πέταγμα σαν τής πεταλούδας 2. ανάλαφρο σκίρτημα … Dictionary of Greek